- μύρτος
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης
2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας.
* * *(I)η (ΑΜ μύρτος)1. η μυρσίνη, η μυρτιά2. κλάδος, βλαστός μύρτου («αλλ' αν τις αποθάνη διά την πατρίδα, η μύρτος είναι φύλλον ατίμητον», Κάλβ.)νεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη μυρτώδη, οικογένεια μυρτίδες, στο οποίο ανήκουν 16 ή κατά άλλους 100, είδη αρωματικών αειθαλών θάμνων και δένδρων τών τροπικών και τών θερμών εύκρατων περιοχώνμσν.ο καρπός τής μύρτου, το μύρτο, το μούρτοαρχ.το γυναικείο αιδοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. μύρτος είναι δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. μυρίκη και μύρρα) δεν θεωρείται πιθανή. Αντίθετα, η μαρτυρία τού ανθρωπωνυμίου Μύρσιλος στη Λέσβο και τού χεττιτ. Μursitis οδηγεί στο να θεωρηθούν όλοι οι τ. μύρτος, μυρίκη και μύρρα δάνεια προερχόμενα από τη Μικρά Ασία. Η λ. μύρτος και τα παράγωγά της εμφανίζονται σε μεγάλο αριθμό τοπωνυμίων (πρβλ. Μυρτούσσα, Μυρτώσιον, Μύρσινος) και ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Μυρτώ, από όπου Μυρτῷον Πέλαγος, Μυρτεύς, Μύρτις, Μύρτιλος, Μύρτων, Μύρσιλος, Μύρσων, Μυρρίνη). Μερικά από τα ανθρωπωνύμια φαίνεται ότι μαρτυρούνται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. mutiri, mutiriko και πιθ. mutona). Τις λ. μύρτος, -ον, τέλος, δανείστηκαν και η Λατινική (πρβλ. λατ. murtus, -um), η Αρμενιακή (πρβλ. αρμ. murt) και η Περσική (πρβλ. περσ. mūrd).ΠΑΡ. μύρτινος, μυρτίτης, μυρτών(ας)αρχ.μυρταλίς, μυρτάς, μυρτία, μυρτίδανον, μύρτων, μυρτωτήαρχ.-μσν.μυρτίςνεοελλ.μυρτίδες, μυρτίδιο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μυρτάκανθος, μυρτοπέταλον, μυρτοπώλης, μυρτόχειλαμσν.μυρτομιγήςνεοελλ.μυρτέλαιο, μυρτοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. ιερόμυρτος, μικρόμυρτος].————————(II)μύρτος, τὸ (Μ)νόσος που προσβάλλει τα φυτά, η χάλαζα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μύρτον, κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. μύρον: μύρος)].
Dictionary of Greek. 2013.